- μαινομέναι
- μαινομένᾱͅ , μαίνομαιragepres part mp fem dat sg (doric aeolic)μαινομένᾱͅ , μαινομένηfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαινόμεναι — μαίνομαι rage pres part mp fem nom/voc pl μαινομένη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek
Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… … Dictionary of Greek
λυμαινόμεν' — λῡμαινόμενα , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp neut nom/voc/acc pl λῡμαινόμενε , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp masc voc sg λῡμαινόμεναι , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμαινόμεναι — λῡμαινόμεναι , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)